См. также в других словарях:
λαχάνιος — λαχάνιος, ία, ον (Α) [λάχανον] 1. λαχανηρός* 2. κατάλληλος για καλλιέργεια λαχάνων («γῆ λαχανία», Ιούλ. Καίσ.) 3. φρ. «τὸ τέλος τῆς λαχανίας» ο φόρος για τους λαχανόκηπους … Dictionary of Greek
λαχάνιος — λαχάνιος, ία, ον (Α) [λάχανον] 1. λαχανηρός* 2. κατάλληλος για καλλιέργεια λαχάνων («γῆ λαχανία», Ιούλ. Καίσ.) 3. φρ. «τὸ τέλος τῆς λαχανίας» ο φόρος για τους λαχανόκηπους … Dictionary of Greek